ἐμπορία

ἐμπορία
ἐμπορία, ας, ἡ (s. prec. and two next entries; Hes., Hdt. et al.; SIG 185, 32 [IV B.C.]; OGI 629, 164; SEG XXVI, 1392, 47; PTebt 6, 25 [II B.C.]; PGiss 9, 3; POxy 76, 10; CPJ 4526, 14 ἐ. Ἰουδαίων; LXX; EpArist 114; Jos., C. Ap. 1, 60; 61; TestJos 11:5; TestAbr A 2 p. 79, 10 [Stone p. 6]; loanw. in rabb.) the business or work in which one engages business, trade Mt 22:5. ἐμπορίαν ἀσκεῖν engage in business 2 Cl 20:4 (the verb also governs θεοσέβειαν).—DELG s.v. ἔμπορος. M-M.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἐμπορία — ἐμπορίᾱ , ἐμπορία commerce fem nom/voc/acc dual ἐμπορίᾱ , ἐμπορία commerce fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπόρια — trading station neut nom/voc/acc pl ἐμπόριον trading station neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπορίᾳ — ἐμπορίαι , ἐμπορία commerce fem nom/voc pl ἐμπορίᾱͅ , ἐμπορία commerce fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εμπορία — η (Α εμπορία και ιων. τ. έμπορίη) 1. εμπόριο (ιδίως μέσω τής θάλασσας), συναλλαγές, δοσοληψίες 2. η άσκηση τού εμπορικού επαγγέλματος, η τέχνη ή η εργασία τού εμπόρου αρχ. 1. εντολή, παραγγελία εμπορική 2. εμπόρευμα, πραμάτεια 3. στον πληθ.… …   Dictionary of Greek

  • εμπορία — η 1. το εμπόριο. 2. το επάγγελμα και η τέχνη του εμπόρου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐμπορίας — ἐμπορίᾱς , ἐμπορία commerce fem acc pl ἐμπορίᾱς , ἐμπορία commerce fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τἀμπόρι' — ἐμπόρια , ἐμπόρια trading station neut nom/voc/acc pl ἐμπόρια , ἐμπόριον trading station neut nom/voc/acc pl ἐμπόριε , ἐμπόριος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τἀμπόρια — ἐμπόρια , ἐμπόρια trading station neut nom/voc/acc pl ἐμπόρια , ἐμπόριον trading station neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπορίαι — ἐμπορία commerce fem nom/voc pl ἐμπορίᾱͅ , ἐμπορία commerce fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπορίαν — ἐμπορίᾱν , ἐμπορία commerce fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωματεμπορία — Εμπορία του σώματος του ανθρώπου. Αγορά και πώληση ανθρώπων. Εκμετάλλευση γυναίκας ή και παιδιών. Με πρωτοβουλία της Γαλλίας έγινε τον Ιούλιο του 1902 διεθνής διάσκεψη στο Παρίσι, που σύνταξε το κείμενο σύμβασης για την καταδίωξη της σ. των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”